- εισοδηματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα εισοδήματα2. φρ. «εισοδηματική πολιτική» — οι κατευθυντήριες αρχές και οι νομοθετικές και διοικητικές πράξεις τής κυβερνήσεως σχετικά με τις αμοιβές τών εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Dictionary of Greek. 2013.